- μοσχογαλή
- ηζωολ. μικρόσωμο νυκτόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό τής οικογένειας τών μοσχογαλιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. musk cat < musk (πρβλ. μόσχος II) + cat «γάτα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαμπέτι — το (Μ ζαπέτι και ζαπέτιον) νεοελλ. 1. κοινή ονομασία τού ζώου μοσχογαλή 2. ρητινώδες εύοσμο υγρό που παράγεται από αυτό το ζώο μσν. είδος αρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zabad] … Dictionary of Greek
μόσχ(ο)- — και μοσκ(ο) (ΑΜ μοσχ[ο] , Μ και μοσκ[ο] ) α συνθετικό αρκετών λέξεων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. μόσχος (II) «ελαιώδες αρωματικό υγρό» και έχει τη σημασία ὅτι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) έχει ή αναδίδει ευωδιά (μοσχέλαιο,… … Dictionary of Greek
σιβέτ — και σιβέτιο, το, Ν 1. ζωολ. κοινή ονομασία πολλών ειδών τού γένους βιβέρρα, σαρκοφάγου θηλαστικού γνωστού και με τη λόγια ονομασία μοσχογαλή, καθώς και ορισμένων άλλων συγγενικών γενών, κύριο κοινό χαρακτηριστικό τών οποίων είναι η έκκριση από… … Dictionary of Greek